- πνευματιστικός
- -ή, -ό, Ναυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πνευματισμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < πνευματιστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στο περιοδικό Χρυσαλλίς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πνευματιστικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στον πνευματισμό: Πνευματιστικές συγκεντρώσεις. – Πνευματιστικές συζητήσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)